- ἐρίσδω
- ἐρίζωstrivepres subj act 1st sg (doric)ἐρίζωstrivepres ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσερίζω — και δωρ. τ. ποτερίσδω Α 1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους 2. εξοργίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»] … Dictionary of Greek